Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Ομιλία Δημητρίου Τσάκαλη στην παρουσίαση του Β' τόμου βιβλίου Περδικονερίου

    Όταν μου τηλεφώνησε ο Κώστας ο Νικολόπουλος και με ενημέρωσε σχετικά με τη σημερινή εκδήλωση, ένιωσα μια παράξενη ταραχή. Τί μεγαλύτερη τιμή για έναν καθηγητή να μιλήσει για το μαθητή του, ο οποίος μάλιστα αγαπά υπερβολικά τον τόπο του, αγαπά και σέβεται το παρελθόν του, αλλά ταυτόχρονα αγωνιά για το παρόν και προπάντων για το μέλλον. Είναι, ίσως, λίγες οι φορές που άνθρωποι μετά 40 χρόνια συναντώνται, μιλάνε, εξομολογούνται. Η ευθύνη μεγάλη.
Ανηφόρησα το δύσκολο δρόμο της μνήμης. Χρόνια πίσω. Βρέθηκα νοερά και πάλι στον «τόπο εκείνο τον κλειστό», όπου έζησα χρόνια γεμάτα γοητεία, ομορφιά, πόνο και σκληρότητα. Ήταν τα χρόνια που αναγκάστηκα να δω τα πράγματα βαθιά, σοβαρά μέχρι το κόκαλο. Στον τόπο που έγινε πραγματικά αρχή ζωής. Αυτός ο τόπος αγαπιέται με «υπομονή και υπερηφάνεια», όπως λέει ο Ρίτσος.
    Αμόλυντα παιδιά, έφηβοι πάνω στα όνειρα. Τα πιο πολλά φτωχά, που μεγάλωναν με στερήσεις σχεδόν αποκομμένα από τον έξω κόσμο, με θέληση όμως ατσάλινη, επιμονή, πάθος ορμητικό και απέραντα όνειρα. Ήταν τα παιδιά που κοίταζαν ψηλά, που δεν φοβόντουσαν τα «θερία». Ήταν τα παιδιά που πίστευαν ότι κάποια στιγμή θα άλλαζαν τη ζωή, θα νίκαγαν τη ζωή. Ήταν αγωνιστές που δεν το ‘βαζαν εύκολα κάτω. Πάλευαν σ’ ένα τόπο σκληρό, 10 χιλιόμετρα ποδαρόδρομο την ημέρα, σκυταλοδρόμοι της ελπίδας και του ονείρου.
    Περδικονέρι Γορτυνίας και οι συνοικισμοί του Γαλατάς, Μπουλιάρι, Συριαµάκος, Αθήνα 2000 και το συμπληρωματικό ομότιτλο βιβλίο με την επεξήγηση «τα παραλιπόμενα» (τόμος Β΄), Αθήνα 2008. Συγγραφέας ένας από τους παραπάνω, ο Δημήτριος Κυρ. Κυριακόπουλος. Ο παλιός μου μαθητής και καθηγητής πια ταξιδεύει και παρασύρει και εμάς μέσα στα πράγματα, μέσα στο χώρο, μέσα στο χρόνο, μέσα στη μνήμη. Αφουγκράζεται μια ολόκληρη ζωή και προσπαθεί να νιώσει και να συλλάβει τον απόηχό της. Αλλά και οι αναμνήσεις του στο χώρο των ονείρων του, στον χώρο που τον περικλείει και τον βαραίνει. Η τοπογραφία και ανθρωπογεωγραφία προσφιλής· ανατρέχει σ’ αυτή με μια «συγκινησιακή» διαδικασία. Το Περδικονέρι, οι συνοικισμοί του, αλλά και τα Τρόπαια, τα Λαγκάδια, το Βυζίκι, οι πηγές, τα πηγάδια, η αγροτική ζωή, ο θερισμός, τ’ αμπέλια, φορτισμένα από συμβολισμούς και μνήμες, αλλά και αληθινά περάσματα του εφηβικού καθημερινού οδοιπορικού του. Σ’ αυτό το τοπίο, που λειτουργεί σαν σκηνή, επιχειρεί το ανακάλεσμα μιας ζωής που απλώνεται σε δύο αιώνες. Η ποιμενική ζωή, τα επαγγέλματα, που τα πιο πολλά έχουν πεθάνει, τα δημοτικά τραγούδια, τα μοιρολόγια, τα παραμύθια, τα στοιχειά και τα φαντάσματα, η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, αλλά και οι αγωνιστές της ζωής και των πολέμων παρελαύνουν δίπλα-δίπλα.
Στο Β΄ τόμο τα δημογραφικά, τα ιστορικά στοιχεία μαζί με τα πολιτιστικά και τα γλωσσικά θα δεθούν με το εφηβικό οδοιπορικό του συγγραφέα, που με συγκλόνισε. Εδώ υποχωρεί προς την ατομική του μοίρα. Οι αναμνήσεις από τα μαθητικά του χρόνια αποτελούν ζωηρό στίγμα του προσωπικού του χώρου και τον έχουν έντονα σημαδέψει. Η ζωντανή στη μνήμη του πραγματικότητα ενώνεται με το βαρύ από την ιστορία παρελθόν.
    Επίμονα προσπαθεί να ανασύρει «κρυφές μνήμες» που κυλούν μέσα στο αίμα· αναζητά τα «βουλιαγμένα μυστικά» των πατέρων μας. Έτσι αίρεται σε ψηλώματα, σε κορφές –αγαπημένα τοπία. Εδώ τα παρατηρητήριά του, οι βίγλες του. Από το εξωκλήσι της Αγίας Μαρίνας και του Προφήτη Ηλία στον Άγιο Νικόλαο του Συριαμάκου. Από  τους αγροφύλακες και την ποιμενική ζωή στους Κατσουλαίους αγωνιστές του ‘21, του Μικρασιατικού πολέμου, του Αλβανικού μετώπου και του Εμφυλίου. Σκυμμένος ο Δημήτρης ο Κυριακόπουλος πάνω στις στράτες του και στη «σιγή των αιχμηρών αναμνήσεων», ονειροπόλος, αναζητά τους «δρόμους» της Γορτυνίας.
Για μένα το έργο του συγγραφέα είναι σε πολλά σημεία πρωτοποριακό· σίγουρα αποτελεί πνευματικό μνημείο, λαογραφικό θησαυρό, ουσιαστική συμβολή στην ιστορία του τόπου του και μάλιστα με επιστημονικό τρόπο. Έχω την αίσθηση ότι εκπλήρωσε το χρέος του προς τους περήφανους συντοπίτες του και συνέβαλε συνολικότερα στην ανάδειξη της περιοχής του.
Υπάρχουν ευτυχώς ακόμη άνθρωποι σήμερα, που ακούραστα αλλά κυρίως μεθοδικά και ανιδιοτελώς, κοπιάζουν για την καταγραφή και ανάδειξη της ιστορικής διαδρομής του τόπου τους. Ταξιδεύουν στους δρόμους και τα χορτιασμένα μονοπάτια που φέρνουν στη θύμηση τη συντροφιά των προγόνων, στους δρόμους που φέρνουν τη γνώση της καταγωγής και τελικά την γνώση του εαυτού μας. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, ευτυχώς που μέσα στην τύρβη και την πίεση της καθημερινότητας προσπαθούν να μετατρέψουν την αδιαφορία μας ή το άγχος και την αγωνία της ψυχής μας σε όνειρο.
    Στο Περδικονέρι βρίσκονται οι αναμνήσεις του συγγραφέα, τα νιάτα του τα πρώτα. Η ψυχή της Γορτυνίας, οι ατραποί, τα αχνάρια, οι σκιές των προγόνων αποκαλύπτονται μόνο σε εκείνους που ψάχνουν, που θέλουν να γευτούν τις μυρωδιές από τα ξεχασμένα ανοιξιάτικα πρωινά, από την ιστορία και τους μύθους, από τους θρύλους και τα στοιχειά, που παραφύλαγαν σε κάθε γωνιά της γης εκείνης.
    Ο Δημήτρης Κυριακόπουλος βίωσε από τα παιδικά του χρόνια τη φτώχεια που χαρακτήριζε τον τόπο του και γενικότερα ολόκληρη την επαρχία Γορτυνίας. Είχε ακούσματα το παραμύθι της γιαγιάς, τους θρύλους, τη μουσική του αέρα, της βροχής, του φεγγαριού, του ήλιου, της ομορφιάς της φύσης. Αυτά άκουγε στο σπίτι, στο χωράφι, στους γάμους, στα πανηγύρια, παντού. Έτσι πιο εύκολα πετυχαίνει να ζωντανέψει τους ανθρώπους που για χρόνια πολλά ζούσαν εκεί, πολεμούσαν νυχθημερόν για την επιβίωση, προσεύχονταν και ονειρεύονταν. Κάθε πέτρα, κάθε τραγούδι, κάθε έθιμο ένας σιωπηρός μάρτυρας της ιστορίας. «Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα ‖ τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα ‖ τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου» (Σεφέρης).
Υπάρχει βαθύς δεσμός με την τοπική του παράδοση και κάνει να ξεχωρίζει ο «λυρικός» χαρακτήρας της σκέψης του, η αμεσότητα της ματιάς του. Μια τρικυμία από συναισθήματα γεννιούνται, φυλλομετρώντας τα βιβλία του, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο, από τη θλίψη στον πόνο, από τον πόνο στην ελπίδα, στην πίστη, στη χαρά. Κατέχεται από βαθιά αγάπη για το αντικείμενο της έρευνάς του, έχει τη γνώση, αλλά γνωρίζει και τον τρόπο να επεξεργάζεται το υλικό  του και να το αξιοποιεί κατάλληλα. Δουλειά, μόχθος αφειδώλευτος, που τα αποτελέσματά τους έφεραν πλούσια σοδειά, τον άξιο έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών.
    Έθιμα, ιδέες, ιστορία, πλούσιο φωτογραφικό υλικό, γλωσσικά, δημογραφικά όλα προβάλλουν δεμένα πια με την αιωνιότητα, αμετάβλητα και αυτά σαν την αιώνια αμετάβλητη Γορτυνιακή γη, σαν τις βουνοκορφές και τις πλαγιές του Περδικονερίου. Όλο το περιεχόμενο των δύο τόμων είναι ο ομφάλιος λώρος ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, πάνω στο οποίο στηρίζεται ό,τι ο άνθρωπος έφτιαξε σήμερα με το χέρι, την καρδιά και το μυαλό του. Έτσι ο συγγραφέας βοηθά στη συνείδηση της ταυτότητας, της φυσιογνωμίας του λαού, αλλά κυρίως στη συνείδηση της ενότητας και παράλληλα στη συνείδηση της συνέχειας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος όσο καλύτερα γνωρίζει το παρελθόν του, τόσο λιγότερο γίνεται σκλάβος του.
    Αρετή των βιβλίων του και ένδειξη του προσωπικού μόχθου του συγγραφέα είναι ότι το περιεχόμενο θεμελιώνεται πάνω στις πηγές, με παράθεση εγγράφων, φωτογραφιών, στατιστικών στοιχείων, αυθεντικών αφηγήσεων, αποσπασμάτων από τις πηγές. Ο λόγος αβίαστος, ρευστός, αισθηματικός όπου χρειάζεται, με αφηγηματική άρθρωση, ζωντανεύει μπροστά μας την εποχή, στην οποία αναφέρεται. Ο λυρικός στοχασμός του, πχ. στις αναμνήσεις από το σχολείο, προέρχεται μέσα από καταστάσεις ενός κόσμου, όπου το όραμα και η σκέψη, ο χρόνος, ο τόπος, τα γεγονότα παίρνουν την παλιά νοηματική τους άρθρωση και αντικατοπτρίζονται στη συνείδηση του συγγραφέα ως σύμβολα. Νοιώθει το ρίγος μιας επικοινωνίας με εκείνα τα πρόσωπα του χθες και ανιχνεύει και ζωντανεύει περασμένες στιγμές εγγίζοντας τη φλέβα μιας δύσκολης ζωής.
    Είναι πράγματι ευτυχής συγκυρία το να ασχολείται ο Δημήτρης Κυριακόπουλος, ως μουσικός, με τη λαογραφία και την παράδοση. Και τούτο γιατί, όπως γνωρίζουμε, η Λογοτεχνία γενικότερα, είτε ως πεζογραφία είτε στην ποιητική της μορφή, συγκεντρώνει στα σπλάχνα της τις νότες της μουσικής που δεν έγιναν σύνθεση. Η παράδοση δένεται ως λογοτεχνική έκφραση με τη μουσική, όπως και τη ζωγραφική. Έτσι έχω την αίσθηση ότι στο πρόσωπο του συγγραφέα αλληλοσυμπληρώνεται η μία τέχνη με την άλλη. Η σχέση ανθρώπου και πραγματικότητας σμιλεύεται από την «εσωτερική αρμονία» του συγγραφέα και πετυχαίνεται άριστα η συγκινησιακή σύλληψη της λαϊκής παράδοσης. Γι’ αυτό συλλαμβάνονται τα γεγονότα και ερευνώνται όχι μόνο πολυεπίπεδα αλλά και με απέραντη μουσικότητα. Συγκοινωνούντα δοχεία η Μουσική, η Ποίηση, η Λογοτεχνία, δρόμοι διασταυρωμένοι. Το συγκινησιακό αλλά και ιδεολογικό φορτίο του Δημήτρη, ο προσωπικός τόνος και η ευαισθησία αποκαλύπτονται εύκολα σε πέντε μόνο λέξεις στο Β΄ τόμο. Στο εσώφυλλο δεσπόζει μια αφιέρωση: «αφιερώνεται σε κάθε Περδικονερίτισσα μάνα». Και διερωτώμαι: Είναι αυτό μόνο αφιέρωση ή και εξομολόγηση; Ή μήπως μουσική υπόκρουση που δίνει στο λόγο του, στη σκέψη του το βαθύ και τρυφερό παλμό μιας αναπόλησης; Εδώ δε βρίσκεται σε άμεση λειτουργία η λέξη, η σκέψη, το αίσθημα; Το βιβλίο αφιερώνεται στην ανώνυμη ηρωίδα, την κάθε μάνα που τα έδινε όλα, αν χρειαζόταν και τη ζωή της, θυσία στην αυριανή ημέρα. Τί άλλου είδους αποκωδικοποίηση χρειάζεται, για να φανεί η ψυχή του συγγραφέα, να ανιχνευτούν οι προθέσεις του;
    Μάνα, «η επτάψυχη γυναίκα, πηγή έμπνευσης και ευτυχίας, πανηγύρι γιορτής, ηρωίδα της καθημερινότητας, θαρραλέα, εργατική, δοτική, αιμοδότρια των εθνικών και απελευθερωτικών αγώνων, υπηρέτρια της χαράς και του πόνου της μοίρας, νεράιδα που συγκατοικεί με τους ανθρώπους». Λίγα από τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει. Η ευαισθησία του συγγραφέα ανακουφίζει κι εμάς, μας λυτρώνει, μας ξεχρεώνει κάπως για ό,τι ίσως έχουμε εμείς παραλείψει. Χρωστάμε πάρα πολλά· τα νανουρίσματα της μάνας που ακούγαμε σιγά-σιγά ξεχάστηκαν και δεν αναπαράχτηκαν στο άξενο περιβάλλον της πόλης· ξεχάστηκαν από τη μνήμη μας, αλλά δεν διαγράφτηκαν από τα όνειρά μας …
    Και πάλι πιο κάτω η συνείδηση του συγγραφέα στέκει άγρυπνη· άγρυπνη στα καθημερινά και τα αιώνια προβλήματα του ανθρώπου, στην αβεβαιότητα και την αγωνία του τόπου του. Στα «παραλιπόμενα» ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στους Κατσουλαίους μετανάστες. Δε χρειάζεται ο αναγνώστης μεγάλη προσπάθεια να παρακολουθήσει την περιδιάβαση του Δημήτρη Κυριακόπουλου μέσα από τα χαλάσματα όχι μόνο του τόπου του μα της ψυχής του, όταν μετράει τις «πληγές» από τον εκπατρισμό αλλά και τον μεταπολεμικό ξεριζωμό. Μέσα του υψώνεται μακρινή βουή ανθρώπων, ένα τραγούδι λυπητερό, ένας κόσμος από μοιρολόι και σπαραγμό. Μέσα του σκιρτάει ένας παιδεμένος λαός. Όλοι αυτοί είναι η πατρίδα του, είναι το αίμα του, το σώμα και το πνεύμα του. Ξεριζώθηκαν κάποτε, σήκωσαν την πατρίδα στον ώμο τους και σκορπίστηκαν σε κάθε γωνιά της γης. Έκτοτε αναζητούσαν συνεχώς την Ιθάκη τους, έστω κι αν συχνά η Ιθάκη ήταν για τους πιο πολλούς μια ουτοπία, υπήρχε πια μόνο στο χάρτη της ψυχής τους.
    Δεν ξέρω τι με συνεπήρε τόσο πολύ! Ήταν η γνώση του συγγραφέα, η κρυμμένη ευαισθησία, ήταν η αγάπη για τους ανθρώπους και τον τόπο του, ήταν ο προβληματισμός που βγαίνει από την ίδια τη ζωή και τη στάση των ανθρώπων, ήταν η δική μου νοσταλγία για τα χρόνια της νιότης, ήταν όλα μαζί ή ήταν και κάτι άλλο που δεν κατάλαβα; Πάντως η αλήθεια είναι ότι μου έδωσε ο παλιός μου μαθητής την αφορμή να περιπλανηθώ στα χώματα εκείνα. Να περιπλανηθώ εκεί που έζησα κάποτε, σ’ ένα κοινωνικό και πνευματικό χώρο που αποτελεί την παράδοση εκείνου του τόπου και παράδοση είναι καρπός, πείρα ζωής, ομορφιά, όνειρο και όραμα, γέλιο και κλάμα και τραγούδι, όλα όσα συνθέτουν «αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον Μέγα».
    Βήμα το βήμα, στιγμή τη στιγμή, με ώθησε να κτίσω τη μνήμη μου, τ’ αχνάρια μου τα εκεί να περιμαζέψω. Τώρα «δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη… Και είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά» λέει ο ποιητής (Σεφέρης).
    Ήμουν κι εγώ εκεί κάποτε στον κλειστό ορίζοντα, που βούλιαζε τα χειμωνιάτικα βράδια στην απελπισία και το σκοτάδι, που το λαχτάρισμα της ψυχής και η αμείλικτη σκληρότητα των συνθηκών γινόταν πίκρα και μοίρα μου. Και δεν το κρύβω ότι πριν από σαράντα και βάλε χρόνια έκλαψα από απελπισία, όταν με μια βαλίτσα και το διοριστήριο στο χέρι ανηφόριζα το δρόμο για την πλατεία Τροπαίων, μόνος άγνωστος, με προορισμό το πουθενά όπως νόμιζα. Μα έκλαψα πάλι αργότερα από την οδύνη του χωρισμού. Είχε έρθει η ώρα του «δούναι και του λαβείν»· λογάριασα και βρέθηκα βαριά χρεωμένος στον τόπο εκείνο. Έφυγα κουβαλώντας στην καρδιά μου εμπειρίες, μαγιά πολύτιμη, μορφές αγαπημένες, όνειρα των παιδιών που με βρεγμένα ρούχα και τουρτουρίζοντας από το κρύο έφταναν στην αίθουσα και αγκάλιαζαν τη ξυλόσομπα, που είχε ανάψει από νωρίς ο κυρ-Γιάννης ο επιστάτης. Έφυγα κρατώντας ως παρακαταθήκη πολύτιμη τις αναμνήσεις από τους μαθητές μας, με τα ονειροπόλα μάτια που μέσα στο καθημερινό οδοιπορικό, στην καθημερινή μοναχική πάλη δεν έπαψαν να ελπίζουν και να οραματίζονται. Χρόνια δύσκολα, πέτρινα χρόνια που όμως άνθισαν κι έβγαλαν λουλούδια. Και τώρα μπορείτε, να καμαρώνετε γιατί πετύχατε ό,τι τραγουδούσαν τα Σπαρτιατόπουλα στον κυκλικό χορό, «ἂμμες δέ γ’ ἐσόμεθα πολλῶ κάρρονες». Κι εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι. Και εγίνατε.
    Δημήτρη Κυριακόπουλε, παλιέ μου μαθητή, σ’ ευχαριστώ. Μου ‘δωσες την ευκαιρία να γυρίσω στον τόπο σου, να περπατήσω νοερά στα μονοπάτια που σα νέος περπάτησα, να απλώσω τα χέρια ν’ αγγίξω τ’ αστέρια, να προσκυνήσω στα προσκυνητάρια και τα χορταριασμένα ξωκλήσια, να γίνω ένα με τον τόπο σου που κι εγώ αγάπησα.
    Ήμασταν κάποτε μαζί εκεί και προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε μαζί τη ζωή, ψάχναμε να βρούμε την αλήθεια.
    
Υ.Γ. Με πολλούς από εσάς ίσως είναι απόψε το στερνό συναπάντημα. Αν οι περιστάσεις της ζωής δεν επιτρέψουν να ξαναϊδωθούμε, για να σφίξουμε το χέρι, να πιστεύετε, αγαπημένοι παλιοί μας μαθητές, πως με ευλάβεια θα γυρνάμε εμείς οι δάσκαλοί σας σε σας και θα ‘χουμε από εσάς κάτι σημαντικό κρατημένο στο νου και στην καρδιά μας.


Τσάκαλης Δημήτριος
Φιλόλογος - Συγγραφέας
Ασίνη Ναυπλίου
4 Ιουνίου 2008

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου