Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: ΤΡΙΠΟΛΗ - ΠΕΡΔΙΚΟΝΕΡΙ

ΠΕΡΔΙΚΟΝΕΡΙ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ- ΑΡΚΑΔΙΑΣ

Απόσπασμα από το βιβλίο «Περδικονέρι Γορτυνίας και οι συνοικισμοί του Γαλατάς, Μπουλιάρι, Συριαμάκος», Τόμος Α, του Δημητρίου Κ. Κυριακόπουλου.
(ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ) ΤΡΙΠΟΛΗ – ΠΕΡΔΙΚΟΝΕΡΙ
Η Τρίπολη πρωτεύουσα του Νομού Αρκαδίας είναι η αφετηρία για κάθε επισκέπτη, που θέλει να επισκεφθεί την κοινότητά μας. Η συγκοινωνία είναι τακτική. Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος που έχει βελτιωθεί κάνει το ταξίδι πιο άνετο και ακίνδυνο. Η διαδρομή είναι ενδιαφέρουσα. Ξεκινώντας από την Τρίπολη σε δεκαπέντε χλμ. συναντάμε την κοινότητα Κάψιας, κατόπιν το Λεβίδι (25 χλμ.) κτισμένο στην κατάφυτη πλαγιά του Μαινάλου. Στην πλατεία δεσπόζει η βυζαντινή εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Αφήνοντας την Βλαχέρνα (32,5 χλμ.) φθάνουμε στην Βυτίνα. (38 χλμ.). Η περιοχή είναι κατάφυτη, έχει πολλά τρεχούμενα νερά και θαυμάσιο κλίμα. Αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά θερινά και χειμερινά θέρετρα της Πελοποννήσου. Φημίζεται για τα ξυλόγλυπτα αριστουργήματά της.
Μετά την Βυτίνα συναντάμε την Καρκαλού, το Καλονέρι (πρώην Σβόρνα) για να φθάσουμε στα Λαγκάδια (63 χλμ.) πατρίδα μαστόρων και χτιστάδων, που η δουλειά τους σφράγισε το χώρο με πέτρινα διώροφα και τριώροφα σπίτια, επιβλητικά αρχοντικά κτισμένα σε κάθετη πλαγιά. Τα Λαγκάδια πατρίδα αγωνιστών του 1821 (Δεληγιανναίοι, Θεοφιλόπουλοι) είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά χωριά της Ελλάδας.
Συνεχίζοντας την διαδρομή μας για την κοινότητά μας συναντάμε το Λευκοχώρι (πρώην Ρεκούνι), το Σταυροδρόμι (πρώην Αλβάνιτζα) και ύστερα το Βυζίκι. Μεσαιωνική τοποθεσία της Άκοβας που μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους (1204) και τη διανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας περιήλθε μαζί με άλλα 23 φέουδα στον βαρώνο Γκωτιέ ντέ Ροζιέρ (1209) και αποτέλεσε μία από τις 12 βαρωνίες της Αχαΐας. Τη σπουδαιότητά της οφείλει στο περίφημο φρούριο που κτίστηκε το 1250 επάνω σε απότομο και βραχώδες βουνό που βρίσκεται ανάμεσα Βυζικίου, Περδικονερίου και Γαλατά, αλλά και από την ιδιαίτερη σημασία που απόκτησε στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η Πελοπόννησος. Στο Χρονικό του Μορέως (εκδ. J. Smith, Λονδίνο 1904, στιχ. 1912-1916) αναφέρεται ότι ο Γκωτιέ ντέ Ροζιέρ "…κάστρον καλόν εποίκεν κι ωνόμασε την Άκοβαν…". Από το φρούριο αυτό της Άκοβας, στο οποίο διέμειναν ο Γκωτιέ και οι διάδοχοί του, έγινε περίφημη στον λαό και η περιοχή.
Η ονομασία του φρουρίου δεν είναι σαφής στην προέλευσή τους. Οι Φράγκοι ονόμαζαν το φρούριο Ματάγριφον (Mathegriffon), που δήλωνε ή την απόκρουση των Γραικών (από την αρχαία γαλλική λέξη mater) ή την εξόντωση των Γραικών, που ενισχύεται από τη μεταγραφή της ονομασίας σε Ελληνοφόνιο. Το φρούριο αυτό συνδέθηκε με πολλές λαϊκές παραδόσεις και θρύλους, γιατί μετά τον θάνατο του Γκωτιέ ντέ Ροζιέρ (1263), το διοίκησαν κατά κανόνα γυναίκες. Στην περίοδο της βαρωνίας της, από αδελφή, ανιψιάς του Γκωτιέ ντέ Ροζιέρ και κόρης του βαρώνου του Πασαβά (Γυθείου) Μαργαρίτας, της πρώτης "κυράς" της Άκοβας, τα 2/3 των εδαφών της Άκοβας προσαρτήθηκαν στο πριγκιπάτο της Αχαΐας του πρίγκιπα Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, γιατί αυτός αρνήθηκε να της παραχωρήσει τη βαρωνία. Ο γάμος της με τον αδελφό του βαρώνου των Θηβών Σαιντομέρ δεν έγινε πειστικό επιχείρημα για το συμβούλιο των ιπποτών που συγκλήθηκε στην Ανδραβίδα, αφού αναγνωρίστηκε η παραχώρηση από τον Βιλλαρδουίνο των 2/3 της βαρωνίας στην δευτερότοκη κόρη του Μαργαρίτα, που έγινε έτσι η δεύτερη "κυρά" της Άκοβας (1277). Η Μαργαρίτα κληροδότησε την Άκοβα στην κόρη της Ισαβέλλα - Ζαμπέα, σύζυγο του Φεδρινάρδου της Μαγιόρκας, η οποία μετά τον θάνατό της από επιλόχειο πυρετό άφησε κληρονόμο τον γιό της Ιάκωβο. Ωστόσο η εκλογή του Ιακώβου ως βασιλιά της Μαγιόρκας, τον ανάγκασε ουσιαστικά να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στη βαρωνία της Άκοβας. Στη συγκυρία διαδοχής γυναικών στη βαρωνία της Άκοβας θεμελιώθηκε και ο θρύλος για το κάστρο της Μονοβύζας, δηλαδή της Αμαζόνας, που είχε απλωθεί στον λαό της Πελοποννήσου για τους γενναίους αγώνες της προς υπεράσπιση του φρουρίου.
Το φρούριο της Άκοβας καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό του Εβρενόζ - μπέη το 1391. Περιήλθε τελικά στους Τούρκους το 1458, χωρίς να χάσει όμως τελείως την αυτονομία της.
Στην περίοδο της τουρκοκρατίας η Άκοβα αποτελούσε το τέταρτο τμήμα του βιλαετίου της Καρύταινας με την ονομασία Άκοβα και Πέρα Μεριά. Στα μέσα του 17ου αιώνα ο Παλαιολόγος, γιός μεγαλεμπόρου της Κωνσταντινουπόλεως που κατέφυγε στη Γορτυνία και έγινε προεστός της Άκοβας και Πέρα Μεριάς, υποδέχθηκε με εξαιρετικές τιμές τον Φραγκίσκο Μοροζίνι και οργάνωσε αγώνα για την αποτίναξη της τουρκικής κυριαρχίας στην περιοχή με την άλωση του Κάστρου της Καρύταινας. Ο Παλαιολόγος τιμήθηκε από τον Μοροζίνι για τον αγώνα του αυτόν με τον τίτλο του συνδίκου. Στην περίοδο της Ελληνικής επαναστάσεως ήταν ιδιαίτερη στρατιωτική περιφέρεια, που τελούσε κάτω από την επιρροή των αδελφών Δεληγιάννηδων.
Μετά το Βυζίκι καταλήγουμε στα Τρόπαια (πρώην Βερβίτσα) 97 χλμ. Χωριό ορεινό χτισμένο αμφιθεατρικά στο βουνό Άγιος Γεώργιος.
Ο κεντρικός δρόμος, μετά την έξοδό μας απ' τα Τρόπαια, ανηφορίζοντας με κατεύθυνση βορειανατολική μας οδηγεί στο Σταυρό - τοπωνύμιο που προήλθε προφανώς εξαιτίας του ομώνυμου σχήματος που δημιουργείται σ' αυτό το σημείο απ' τη συμβολή αμαξιτών και άλλων αγροτικών δρόμων. Εδώ ακριβώς, στη συμβολή αυτών των δρόμων, προσπερνούμε το μικρό αλλά πάλλευκο εικονοστάσι του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται χτισμένο στα ριζώματα του ομώνυμου βουνού που υψώνεται αριστερά μας, και ακολουθώντας τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο ευθεία εμπρός, διασχίζουμε τους πρόποδες του βουνού και σε λίγο φθάνουμε στο εξωκλήσι του Άι- Γιάννη.
Κατά τη διαδρομή μας, απ' τα' αριστερά, μας συντροφεύει ο ορεινός όγκος του Αγίου Γεωργίου με τις πουρναροσκέπαστες πλαγιές του, ενώ απ' τα δεξιά μας απλώνεται κατωφερής έκταση - αρκετά μεγάλη - με εκχερσωμένα εδάφη που, αν κρίνουμε απ' τα χορταριασμένα πεζούλια και τις πέτρινες μάντρες που τα υποστηρίζουν αλλά και τα περιμαντρώνουν, - ανέγγιχτες απ' το πέρασμα του χρόνου- φαίνεται πως παλαιότερα καλλιεργούνταν πιο εντατικά, ιδίως με σιτηρά. Αυτή η έκταση, καθώς βλέπουμε ανατολικά, καταλήγει σε μικρά υψώματα : στις Λαγκαδιές, στην Παλιόστανη και στη Ράχη του Παπαδά. Περιστρέφοντας τη ματιά μας στις άγονες αυτές, αλλά και εγκαταλειμμένες σχεδόν εκτάσεις, έχουμε φθάσει ήδη στη διακλάδωση του Αϊ- Γιάννη. Ο δρόμος μας τώρα ανοίγει σε δύο σκέλη. Ακολουθώντας το δρόμο ευθεία εμπρός με βόρεια κατεύθυνση, οδηγούμαστε προς το γραφικό φράγμα του Λάδωνα και την ομώνυμη λίμνη. Η διαδρομή αυτή είναι ιδιαίτερα όμορφη, προκαλεί δέος και ίλιγγο στον επισκέπτη με την άγρια φυσική ομορφιά της, τις απόκρημνες πλαγιές πάνω και κάτω απ' τον επικίνδυνο στενό δρόμο με τις διαδοχικές στροφές του, το μεγάλο πέτρινο γεφύρι στο πιο χαμηλό σημείο με την εντυπωσιακή θέα του φράγματος της λίμνης του Λάδωνα.
Ωστόσο, μετά την παρέκβαση αυτή, εμείς πρέπει στη διακλάδωση που προαναφέραμε - στον Άι - Γιάννη -, ν' ακολουθήσουμε το δρόμο δεξιά, με κατεύθυνση ανατολική για το Περδικονέρι. Αξίζει όμως πραγματικά τον κόπο να σταθούμε λίγο, αμέσως μετά τη διασταύρωση, σ' αυτό το χώρο που βρίσκεται ο λιθόκτιστος ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και να προσευχηθούμε. Το όμορφο τούτο πέτρινο εκκλησάκι, προστατευμένο εντός του περιβόλου αφενός, αλλά και το μικρό παρεκκλήσι των θαυματουργών Αγίων Αναργύρων αφετέρου, που βρίσκεται επί του δρόμου μας, παραπλεύρως της κυρίας εισόδου του περιβόλου του ναού, καθώς και τα υπόλοιπα βοηθητικά πέτρινα κτίσματα που πλαισιώνουν το εκκλησάκι, προκαλούν ιδιαίτερη αισθητική συγκίνηση στον περαστικό, αλλά και τον εντυπωσιάζουν τόσο για την ευπρέπεια και την περιποίηση που τα χαρακτηρίζει, όσο και για την τέλεια και αρμονική προσαρμογή τους στον ορεινό, αλλά ήρεμο και γαλήνιο τούτο περιβάλλοντα χώρο. Αξίζει ν' αναφερθεί πως αυτός ο ιερός χώρος, που περιστοιχίζεται από δέντρα και προστατεύεται από σιδερένιο κιγκλίδωμα, έχει διαμορφωθεί συνολικά με δαπάνη της οικογένειας Θεοδώρου Μουστόγιαννη, η οποία έλκει την καταγωγή της απ' το Περδικονέρι, και είναι ευρύτερα γνωστή δια του ιδρύματος ευποιίας " Ο Καλός Σαμαρείτης" .
Αφήνοντας όμως αριστερά μας τον παρακείμενο τούτο ιερό χώρο, ανηφορίζουμε 36 ακολουθώντας τον ελικοειδή δρόμο που περνά ανάμεσα σε μικρά περιφραγμένα αγροκτήματα με αγροικίες, και στη συνέχεια, διασχίζει τα δύο μικρά υψώματα λίγο πιο πάνω - αριστερά το Κατσουλοβούνι, δεξιά το Βουναλάκι - για να ολοκληρώσουμε αυτή τη μικρή ανάβαση, ώσπου να πάρουμε πάλι ευθεία πορεία στα Κοκκιναίϊκα. Το τοπωνύμιο αυτό οφείλεται προφανώς στη σύνθεση του εδάφους που πραγματικά έχει το χρώμα του κεραμιδιού.
Καθώς προχωρούμε τώρα - μετά την προηγούμενη ανάβαση - η ορατότητά μας από δεξιά είναι περιορισμένη αφού ώσπου να εισέλθουμε στο χωριό μας, θα μας συνοδεύουν διαρκώς μικρά διαδοχικά υψώματα: Βουνάκι - Τσαρτόλια - Αλάπι - Φτερόλακκα - Διάσελο. Ωστόσο, απ' αριστερά μας διανοίγεται οπτικό πεδίο μεγάλης εμβέλειας. Αγναντεύοντας απ' τα κοντινά προς τα πιο μακρινά, βλέπουμε γνωστές περιοχές όπως: Τα Πλατανάκια, του Ξύδη, του Ζαχαριά που βρίσκονται στις παρυφές του υψώματος του Άι-Λιά, που με τον πέτρινο όγκο του δίπλα μας, θυμίζει αναπαυόμενο βάτραχο. Πιο μακριά του Μπέη το καλύβι, ενώ πιο πέρα ακόμη ξεχωρίζει το Σπαρτοβούνι, ύψωμα σκεπασμένο με πολλές αιωνόβιες βελανιδιές, όπως επίσης ο Κόλυμπος και το Παλιοχώρι που καλύπτονται από βελανιδιές, πουρνάρια αλλά και από πολλά λιόδεντρα.
Σ' αυτή τη μεγάλη κατωφερή έκταση βρίσκονται αρκετά ποιμνιοστάσια, καθώς εδώ σταβλίζονται τα μισά σχεδόν απ' τα αιγοπρόβατα που εκτρέφονται στην περιοχή. Η φύση εδώ, τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες αποκτά μια ξεχωριστή ζωντάνια αλλά και ένα σπάνιο χρώμα: Φωνές, βελάσματα, λαλιές, κουδουνίσματα και τρεχούμενα νερά απ' τα περιβόλια σχηματίζουν υπέροχες συγχορδίες και συνθέτουν σπάνιες εικόνες, τόσο ακουστικές όσο και οπτικές, με την οργιώδη βλάστηση που αναπτύσσεται σ' αυτά τα μέρη.
Άλλωστε αυτά είναι βασικά στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ξεχωριστό περιβάλλον που καταδεικνύει και την φυσιογνωμία της κοινότητάς μας.
Παρατηρώντας όλα αυτά όμως, πλησιάζουμε προς το χωριό μας. Διανύοντας τις λίγες στροφές που διαδοχικά σχηματίζει ο δρόμος μας ήδη βρισκόμαστε στις Λάκκες, μια ανάσα απ' το χωριό. Η ονομασία δόθηκε στην περιοχή τριγύρω, λόγω του ομαλού εδάφους που παρουσιάζουν τα περιμαντρωμένα και περιποιημένα χωράφια τα οποία, καθότι βρίσκονται σε μικρή απόσταση απ' το χωριό, προσφέρονται για γρασίδια, καλλιέργεια σιτηρών ή και για βοσκοτόπια. Σχεδόν σ' όλα τα τριγύρω περιφραγμένα αγροκτήματα, παρατηρούμε πως είναι χτισμένες καλύβες, όπου και σταβλίζονται τα λίγα οικόσιτα ζώα (αιγοπρόβατα, κότες, κουνέλια) που ενισχύουν τη ντόπια παραγωγή των κατοίκων του χωριού μας.
Ήδη, απομένει να διανύσουμε την τελική ευθεία, για να μπούμε στο χωριό. Οι απανταχού Περδικονερίτες μας επιφυλάσσουν το πρώτο ευγενικό καλωσόρισμα, δια της μεγάλης πινακίδας που είναι τοποθετημένη αριστερά μας.
Ο δρόμος μας όμως βιαστικός τρέχει εμπρός, αφήνοντας αριστερά μας, το ύψωμα της Ψηλής Ράχης, ενώ απ' τα δεξιά μας μικρά υψώματα περιορίζουν τη θέα προς τα δυτικά. Μπροστά μας, πλέον, εμφανίζεται ένα μεγάλο και πραγματικά ζωντανό, χωριό. Ενώ ο δρόμος, χωρίζοντας το χωριό στα δύο, οδηγεί προς το κέντρο του, εμείς προσπερνούμε τα πρώτα όμορφα και νοικοκυρεμένα σπίτια με τις καινούργιες κεραμοσκεπές, τους μεγάλους εξώστες, τις καθαρές αυλές και τα λουλούδια στις γλάστρες, πάνω στα μπαλκόνια. Λίγο μετά την είσοδό μας στο χωριό, μας εντυπωσιάζει το τρίπατο πέτρινο και επιβλητικό σπίτι του Μπρούκλη, δίπλα στο δρόμο. Το κτίσμα τούτο ορθώνει το ανάστημά του ως παλαιό αρχοντικό, στερεά οικοδομημένο, για να διαλαλεί τη δόξα του τόπου με τον όγκο του και τον στενό σύνδεσμο με το παρελθόν και την παράδοση.
Απέναντι του, αριστερά μας, πάνω σε μικρό ψήλωμα, βρίσκεται χτισμένο το καινούργιο διδακτήριο της κοινότητάς μας, πλάι στο παλιό Δημοτικό σχολείο, που φιλοξένησε γενεές μαθητών και παρείχαν μόρφωση σ' αυτούς αξιόλογοι δάσκαλοι που εργάστηκαν εδώ.
Σήμερα πλέον, στο παλιό κτίριο στεγάζεται το πνευματικό κέντρο του χωριού, ενώ το μικρό προαύλιό του έχει μετατραπεί σε παιδική χαρά.
Συνεχίζοντας όμως εμείς το δρόμο μας, λίγα μέτρα πιο πέρα προσπερνούμε αριστερά μας περιποιημένες κατάλευκες κατοικίες, ενώ παράλληλα η θέα που απλώνεται δεξιά μας, μας αναγκάζει να σταθούμε λίγο και να απολαύσουμε. Ο δρόμος τώρα, με το κιγκλίδωμά του στα δεξιά μας, θυμίζει εξώστη υψηλού σπιτιού. Από εδώ μπορούμε να δούμε σχεδόν ολόκληρο το χωριό με τα πολλά καινούργια οικοδομήματα, τις παραδοσιακές πέτρινες κατοικίες αλλά και σπίτια με προσκτίσματα, όπου η σύγχρονη πρακτική συναντά την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Σε αρκετές κατοικίες βέβαια, οι τσιμεντένιες ταράτσες αντικατέστησαν τους παραδοσιακούς εξώστες, αλλά οι στέγες - σχεδόν στο σύνολό τους - διατηρούν τον τύπο της δικλινούς ή τετρακλινούς σκεπής, με καινούργιους όμως τύπους κεραμιδιών. Ανάμεσα στα σπίτια διανοίγονται οι απαραίτητοι κήποι μ' εντυπωσιακή εμφάνιση, ενώ στην κατωφέρεια που εκτείνεται νοτιοανατολικά αφθονούν οι λεύκες, οι μουριές, οι καρυδιές, τα κυπαρίσσια, οι συκιές και βέβαια τα πουρνάρια. Σ' όλη αυτή τη μεγάλη έκταση που διανοίγεται μπροστά μας, οι κάτοικοι του χωριού έχουν πρόσβαση σχεδόν παντού, με τους αυτοκινητοδρόμους που ξεχύνονται σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Ο πρώτος ασφαλτοστρωμένος δρόμος που κινείται νοτιοδυτικά, απέναντί μας, οδηγεί στο κοιμητήριο του χωριού, που βρίσκεται σε περίοπτη θέση - ίσως για να μας θυμίζει την ματαιότητα των ανθρωπίνων - με τα καλλιμάρμαρα μνημεία δίπλα στο κατάλευκο εκκλησάκι των Εισοδίων της Θεοτόκου, ακριβώς κάτω απ' το βράχο της Παναγιάς, που δεσπόζει στο ύψωμα δυτικά του κοιμητηρίου. Ο χωματόδρομος που συνεχίζεται ύστερα απ' το χώρο ανάπαυσης των αποδημισάντων εις Κύριον, μας φέρει πιο κάτω αριστερά, στα γνωστά κάστρα της Άκοβας, απομεινάρια των οποίων δεσπόζουν πάνω σε μικρό ύψωμα, απέναντι μας, σε μικρή σχετικά απόσταση.
Πίσω απ' το υψωματάκι αυτό ο δρόμος καταλήγει στο εκκλησάκι της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, που βρίσκεται ερημικό, μέσα στην άγρια ομορφιά της φύσης με την οργιώδη βλάστηση.
Ο δεύτερος αυτοκινητόδρομος που κατευθύνεται νοτιοανατολικά του χωριού μας, κατηφορίζει προς τον Γαλατά - τον έναν απ' τους τρεις συνοικισμούς που ανήκουν στην κοινότητα Περδικονερίου. Ο δρόμος αυτός, διασχίζοντας τις πλαγιές μικρών υψωμάτων, αφήνει στις κατωφέρειες δεξιά του περιποιημένα αγροκτήματα μ' ελιές αλλά και θαμνώδεις εκτάσεις που στο χαμηλότερο σημείο καταλήγουν στο ρέμα της Καλογριάς: Τα νερά απ' αυτό το ρέμα τροφοδοτούν πιο κάτω το ρέμα της Μολόσαινας κ' αυτό με τη σειρά του τον χείμαρρο Τουθόα πιο χαμηλά προς το Λευκοχώρι.
Ο συνοικισμός του Γαλατά, που μόλις διακρίνεται στο βάθος, έχει σήμερα ελάχιστους κατοίκους - οι πιο πολλοί απόμαχοι της ζωής - και απέχει περίπου δυόμισι χιλιόμετρα απ' το χωριό μας. Ανατολικά του συνοικισμοί αυτού δεσπόζει μικρή βουνοσειρά που καταλήγει στην ακρώρεια του Αινίνου. Καθώς ατενίζουμε στο βάθος νοτιοανατολικά η ματιά μας διακόπτεται από δύο ακόμη επάλληλες σειρές ορεινών όγκων με δασοσκέπαστες πλαγιές. Τα Λαγκαδινά βουνά σχηματίζουν τη δεύτερη βουνοσειρά, ενώ στο βάθος του ορίζοντα η Τρίτη και τελευταία οροσειρά φράζει τα βέλη της ματιάς μας προς το νότο ( το βουνό του Σέρβου).
Ένας ακόμη χωματόδρομος που ξεκινά απ' το κέντρο του χωριού μας ανηφορίζει ανατολικά, προσπερνώντας γρήγορα το μικρό εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται σε μικρή απόσταση, διασχίζει το Περδικόνερο - τοπωνύμιο που οφείλεται στην αφθονία των τρεχούμενων νερών, αλλά και στο πλούσιο κυνήγι της πέρδικας - και αφήνοντας αριστερά του το ύψωμα του Μάντραξη, οδηγεί έξω απ' τα όρια της κοινότητάς μας προς Βαλτεσινίκο αλλά και στην Αγία Παρασκευή, λίγο πιο έξω απ' τα Λαγκάδια, πάνω στο εθνικό δρόμο Τρίπολης - Πύργου.
Έχοντας απολαύσει όλη αυτή την έκταση που περιγράψαμε μπορούμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας ευθεία εμπρός μας. Σε λίγο βρισκόμαστε κιόλας στη γραφική πλατεία του χωριού μας, με το βαθύσκιωτο πλάτανο στη νότια γωνία της, δίπλα στον οποίον βρίσκεται λιθόκτιστη παραδοσιακή κρήνη με δροσερό νερό για να μας ξεδιψάσει. Τριγύρω βλέπουμε περιποιημένα καινούργια οικοδομήματα, αλλά ξεχωρίζουν δύο πέτρινες κατοικίες (οικίες Ζούνη και Κωστογιαννόπουλου). Στα καφενεδάκια της πλατείας πολλοί νέοι αλλά και γεροντάκια περνούν τις ελεύθερες ώρες τους απολαμβάνοντας τον παραδοσιακό καφέ, κάτω απ' τις κληματαριές που σχεδόν δε λείπουν από κανένα σπιτικό.
Διασχίζοντας την πλατεία και παραχωρώντας προς την ανατολική γωνία της, έχουμε την ευκαιρία να δούμε ένα μεγάλο τμήμα του χωριού μας προς τα κάτω, όπου στο κέντρο του δεσπόζει ο ενοριακός ναός του Αγίου Δημητρίου σε ρυθμό Βασιλικής, με το μεγάλο προαύλιό του, τις δεντροστοιχίες και τα λουλούδια του, όλα περίκλειστα από σιδερένιο προστατευτικό κιγκλίδωμα.
Όλες αυτές οι εικόνες, που προσπίπτουν στα μάτια του επισκέπτη της κοινότητάς μας κατά την άφιξη του εδώ, δημιουργούν αναμφίβολα πολύ θετικές εντυπώσεις. Η τάξη, η καθαριότητα, η ηρεμία, η φιλοτιμία, η εργατικότητα μα πάνω απ' όλα η φιλοξενία που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους του χωριού μας καθιστούν την κοινότητά μας πολύ ανώτερη της φήμης του. Χωρίς αμφιβολία το Περδικονέρι, που είναι ένα ορεινό χωριό χτισμένο σε υψόμετρο οκτακοσίων (800) περίπου μέτρων, περιστοιχισμένο από υψώματα και λόφους που το στεφανώνουν σχεδόν από παντού, κείται γαλήνιο και ήσυχο μα πάντα πολυάνθρωπο, ζωντανό και όμορφο μέσα στη γραφικότητά του έως το Μάιο του 1959 - οπότε και δόθηκε η σημερινή ονομασία στην κοινότητά μας - το χωριό ονομαζόταν Κατσουλιά, γι' αυτό το γνωρίζουν μ' αυτό το όνομα οι περισσότεροι απ' όσους έχουν κάποια σχέση με την περιοχή. Πολλοί κάτοικοι του χωριού - ακόμη και σήμερα άλλωστε - προτιμούν να συνηθίζουν να αυτοαποκαλούνται Κατσουλαίοι παρά Περδικονερίτες.
Πώς όμως έλαβε το χωρίο το όνομα Κατσουλιά ; Η γνωστή κωνική καλύπτρα της κεφαλής, που αποτελεί μέρος κάπας, μανδύα ή επανωφορίου, ονομάζεται κατσούλα, είναι δε ένα είδος επίκρανον (ά-κουκούλα). Κατσούλα καλείται το πτυκτό στέγασμα άμαξας φτιαγμένο από δέρμα, αδιάβροχο ή μουσαμά. Κάτσουλας καλείται από τον λαό το πτηνόν αιγοθήλης ο ευρωπαϊκός. Και κατσουλιέρης και κατσουλιανός ή κατσουλογιάννης ο κορυδαλλός ο λογοιφόρος. Το φυτό ψευδέβενος ο κρητικός, άλλως ουρά από την αλεπού, αρχοντόξυλο, Κατσούλα καλείται και αυτό. Αλλά Κατσουλίτσα ο λαός ονομάζει το φυτό αρίσατο το κοινό, γνωστό με άλλα ονόματα λύχνος, δρακοντία, κορακόχορτο. Ας προστεθεί η γάτα - γατούλα - κατσούλα. Επίσης τα οικογενειακά ονόματα Κατσούλας, Κατσούλης, Κατσουλιέρης κλπ. σχετίζονται με την Κατσούλα. Από πού η ονομασία του χωριού; Τέλος είναι γνωστό ότι μια σύνθεση χώματος κατσουλιά ονομάζεται και ίσως το τοπωνύμιο έχει σχέση μ' αυτό μάλλον ή άλλο. Η ετυμολόγηση βέβαια δεν είναι εύκολη για τα τοπωνύμια.
Το έτος 1959 όμως το χωριό μετονομάστηκε Περδικονέρι - ονομασία που προήλθε απ' το τοπωνύμιο (Περδικόνερο) που βρίσκεται σε μικρή απόσταση ανατολικά του χωριού. Τα δύο συνθετικά του τοπωνυμίου Περδικόνερο - πέρδικα + νερό - με τον εύηχο συνδυασμό τους δημιούργησαν τη νέα ονομασία και στην κοινότητά μας, αφού πραγματικά το πλούσιο κυνήγι της πέρδικας, που συνηθίζει να βόσκει δίπλα σε πηγές, αφθονεί ακόμη και σήμερα, όπως και το κυνήγι του λαγού, του αγριόχοιρου και άλλων ζώων.
Στο Περδικόνερο άλλωστε βρίσκεται η μια απ' τις δύο κύριες πηγές που ακόμη και σήμερα υδροδοτούν την κοινότητά μας. Η άλλη πηγή - ο Κλόσκος - με αρκετά αποθέματα νερού, βρίσκεται λίγο πιο πάνω απ' τον οικισμό μας, στη μέση της πλαγιάς του λόφου του Προφήτη Ηλία, που υψώνεται σε εξέχουσα θέση ανατολικά του χωριού μας. Το ύψωμα αυτό με τις δύο διπλανές κορυφές - του Λαγού το Βράχο και του Μάντραξη - αποτελούν το υψηλότερο σημείο της κοινότητάς μας. Εδώ, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο εξωκκλήσι μας οδηγεί σύντομος ανηφορικός χωματόδρομος που ξεκινά απ' την πλατεία του χωριού.
Ανεβαίνοντας πεζοί ή εποχούμενοι σ' αυτές τις κορυφές μας προσφέρεται μοναδική δυνατότητα να είμαστε πολύ μακρύθωροι και ν' απολαύσουμε πανοραμικά ευάρεστη θέα.
Πράγματι, μολονότι και ο ίδιος ο οικισμός μας βρίσκεται σε αρκετά περίοπτη τοποθεσία και αποτελεί τον πυρήνα μιας ευρύτερης έκτασης αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων, απ' αυτό το ύψωμα ωστόσο το βλέμμα μας εξακτινώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις και μπορούμε να κατοπτεύσουμε σε πολύ μεγάλη απόσταση.
Ο παρατηρητής, από εδώ ψηλά που βρίσκεται, στρέφοντας τη ματιά του, ανατολικά, ευθεία κάτω μπορεί να δει σε μικρή απόσταση τον δεύτερο συνοικισμό μας – το Μπουλιάρι - με τους λιγοστούς κατοίκους που μένουν εδώ, έχοντας εξαιρετική θέα προς τη λίμνη του Λάδωνα. Το χωριουδάκι τούτο απέχει περίπου τέσσερα χιλιόμετρα απ’ το Περδικονέρι και, για να φθάσει ο επισκέπτης με αυτοκίνητο σ' αυτό θ' ακολουθήσει τον αυτοκινητόδρομο που κατηφορίζει βορειοανατολικά του χωριού μας προς το γραφικό εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου δυο χιλιομέτρων. Αξίζει πραγματικά να σταματήσουμε για λίγο εδώ στο εκκλησάκι τούτο και να προσκυνήσουμε. Άλλωστε πολλοί πιστοί από διάφορα μέρη της ευρύτερης περιοχής καθημερινά σχεδόν φθάνουν εδώ, για να προσκυνήσουν καθώς πραγματικά και η τοποθεσία είναι γοητευτική και η θέα εντυπωσιακή.
Λίγα μέτρα όμως πριν φθάσουμε στο εξωκκλήσι αυτό, ο δρόμος μας κάνει στροφή ανατολικά και προχωρεί με διαδοχικές στροφές προς το Μπουλιάρι. Ρίχνοντας τη ματιά μας στον ανοικτό ορίζοντα αριστερά μας, στην κατωφέρεια που καταλήγει στην λίμνη του Λάδωνα, οι οπτικές εντυπώσεις μας είναι υπέροχες.
Κοντά στην λίμνη μια καταπράσινη έκταση με λιόδεντρα, κερασιές, αχλαδιές, καρυδιές και εύφορα κτήματα με κηπευτικά καλύπτει με τη βλάστησή της αυτή τα διάσπαρτα σπίτια που βρίσκονται πιο κάτω απ' την Αγία Μαρίνα, και αποτελούν τον τρίτο και τελευταίο συνοικισμό της κοινότητάς μας τον Συριαμάκο. Η όμορφη και εύφορη αυτή περιοχή είναι ότι έχει απομείνει από τον μοναδικό και σημαντικό κάμπο που είχε η κοινότητά μας, πριν τον σκεπάσει με τα νερά της η τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε στη θέση του, για να λειτουργήσει με τα νερά της υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, λίγα χιλιόμετρα δυτικά - κάτω απ' το Σπάθαρι - προκειμένου να καλυφθεί μέρος της ανάγκης που έχει η περιοχή μας για ηλεκτρικό ρεύμα.
Ένας ακόμη αυτοκινητόδρομος που κατηφορίζει μετά το εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας και οδηγεί ανατολικά, σχεδόν παράλληλα με το δρόμο που οδηγεί προς το Μπουλιάρι, αλλά πιο κοντά προς τη λίμνη, μας φέρνει στη Φτεριά ένα μικρό παραλίμνιο χωριό που υπάγεται στο Δήμο Λαγκαδίων. Λίγα μέτρα πιο κάτω απ' τον οικισμό αυτό, όπου η λίμνη σχηματίζει μικρό όρμο, αλλά και σ' άλλες εσοχές της, σίγουρα θα συναντήσουμε νεανικές παρέες να επιδίδονται ερασιτεχνικά βέβαια στο ψάρεμα, αφού το κολύμπι στη λίμνη είναι πάντα απαγορευτικό.
Μένοντας έκθαμβοι απ' το ωραίο θέαμα που διανοίγεται παντού, καθώς αγναντεύουμε περιμετρικά απ' την κορυφή του Προφήτη Ηλία, επωφελούμαστε της ευκαιρίας να εντοπίσουμε και να προσδιορίσουμε κυκλοτερώς και τα όρια της κοινότητας μας. Έτσι τ' ανατολικά όρια του χωριού μας - προς το Δήμο Λαγκαδίων – αποτελούν τα τοπωνύμια: Μπουλιάρι - Βρύζα - Παλιοπαναγιά - Πλάκα - Γαλατιανά Κοντοράχια, ενώ στις προεκτάσεις των ορίων πιο μακριά, εκτείνονται ορεινοί όγκοι σε μεγάλη απόσταση, σχεδόν έως την περιοχή της Βυτίνας.
Δυτικά - προς την κοινότητα Τροπαίων - όρια αποτελούν οι περιοχές: Λαγκαδιές - Βουνάκι - Κοκκιναίϊκα - Πλατάνια - Ζαχαριάς - Σπαρτοβούνι - Φλόκας. Έξω απ' τα όρια αυτά διακρίνουμε την κοινότητα των Τροπαίων, ανάμεσα σε μικρά υψώματα, και στο βάθος μακριά εντοπίζουμε ημιορεινές εκτάσεις της Ηλείας. Πολλές φορές βέβαια, όταν η διαύγεια της ατμόσφαιρας το επιτρέπει και ο ήλιος είναι ψηλά, μπορούμε να δούμε ακόμη και τη θάλασσα στο Κατάκωλο της Ηλείας.
Προς το νότο η κοινότητάς μας ορίζεται - από την αντίστοιχη του Βυζικίου - απ' τις περιοχές: Γαλατάς - Ρέμα της Μολόσαινας - Κάστρα της Άκοβας – Κουτσουχεριά - Βαρικά - Ράχη του Παπαδά, ενώ προς το βορρά οροθετείται απ' την λίμνη του Λάδωνα με τα παραλίμνια, τοπωνύμια: Παθήστρα - Ακόνι - Τραγάνα - Λαζαραίϊκο – Συριαμάκος - Βαμπακιές. Απέναντί μας, πάνω απ' τη λίμνη του Λάδωνα, υψώνεται μεγάλος ορεινός όγκος - το βουνό της Ξηροκαρύταινας - με απότομες πουρναροσκεπασμένες πλαγιές που κατεβαίνουν ως τη λίμνη. Ο παραλίμνιος δρόμος, στις υπώρειες του βουνού αυτού, κατευθύνεται βορειοανατολικά, προερχόμενος απ' το φράγμα του Λάδωνα, διασχίζει το μικρό χωριό που βρίσκεται δίπλα στη λίμνη, - τη Μουριά – και από εκεί ύστερα από μικρή απόσταση, συναντά τον κεντρικό δρόμο που κατεβαίνει από Τρίπολη προς Πάτρα. Πιο μακριά στο βάθος, βορειοανατολικά, εκεί που σταματά πια το βλέμμα μας, υψώνεται πολυκόρυφο όρος - ο Χελμός - που τους μισούς σχεδόν μήνες του χρόνου διατηρεί τις βουνοκορφές του χιονοσκέπαστες. Απ' τα ριζώματα αυτού του βουνού πηγάζει ο ποταμός Λάδωνας, που στο διάβα του, εμπλουτίζεται και από άλλους χείμαρρους για να καταλήξει τελικά στην ομώνυμη λίμνη.
Έχοντας πραγματικά χορτάσει το μοναδικό θέαμα και βιώνοντας ο περιηγητής της κοινότητάς μας τις φυσικές ομορφιές της - δάση, πηγές, περιβόλια -, το υγιεινό κλίμα της αλλά και την αγνότητα των ανθρώπων της, σίγουρα, φεύγοντας από εδώ, θα έχει να θυμάται μόνο ευχάριστες εντυπώσεις. Πολύ περισσότερο όμως θα έχει κατανοήσει τα ιδιαίτερα κίνητρα που κρατούν όχι μόνο τους μόνιμους κατοίκους του χωριού μας δεμένους συναισθηματικά με τον τόπο τους, αλλά και τους ξενιτεμένους ακόμη, που ποτέ δεν απέκοψαν τον ομφάλιο λώρο που τους ενώνει με την ιδιαίτερή τους πατρίδα.
Άλλωστε η πολύχρονη δράση των ανθρώπων, που έζησαν εδώ πάνω από πεντακόσια χρόνια, αποτυπώνεται σ' ολόκληρη την ευρύτερη περιφέρειά μας: Κάθε κτίσμα, κάθε κήπος, κάθε γειτονιά, κάθε πεζούλι, κάθε αλώνι, κάθε πηγάδι, κάθε περιβόλι και κάθε αγρόκτημα έχει ποτιστεί για πολλά χρόνια, με τον ιδρώτα των ανθρώπων, που σφράγισαν την περιοχή μας για να πάρει τη σημερινή όψη.
Αυτόν τον τίμιο ιδρώτα, που έχει χυθεί, σ' αυτά τα χώματα, τον τιμούν ιδιαίτερα οι νέοι του χωριού μας, που δείχνουν ξεχωριστή αγάπη για τον τόπο τους, διαμένοντας μόνιμα εδώ, και υπόσχονται όχι μόνο να συντηρήσουν ότι παρέλαβαν απ' τους προγόνους τους, αλλά και να αυξήσουν τα δημιουργήματά τους στον υλικό και πνευματικό τομέα.
Προσμένουν βέβαια, περισσότερη ενίσχυση απ' την πολιτεία που θα πρέπει να σταθεί αρωγός τους, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά μέσα ανάπτυξης της περιοχής - εργασία, παιδεία, περίθαλψη - για ν' αποτραπεί το αρνητικό κλίμα που επικρατεί γενικότερα στην επαρχία. Έτσι το χωριό μας μπορεί να κρατηθεί όρθιο και ζωντανό με ευπρέπεια, ώστε να μην ακολουθήσει τη φθίνουσα πορεία άλλων γειτονικών οικισμών.
Με τέτοιες προϋποθέσεις, το πολυάνθρωπο Περδικονέρι θ' αποτελεί πάντα στο μέλλον το πιο ζωντανό κύτταρο της Γορτυνίας, και τα παιδιά του, θα του δώσουν τη θέση που του αρμόζει, δίπλα στ' άλλα χωριά της περιοχής, τιμώντας πάντα τη γη των πατέρων τους.
Επιμέλεια: Δημήτριος Κ. Κυριακόπουλος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου