Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Ομιλίες από την παρουσίαση του βιβλίου "Βίος... Αβίωτος"

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΡ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Βίος… Αβίωτος, Αθήνα 2016, σελ. 285

Αφού ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Αρκάδων Καλλιθέας και τον Σύλλογο Περδικονεριτών για την ευχάριστη αποστολή που μου ανέθεσαν, θα ήθελα να ομολογήσω ότι αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που μου δίνεται σήμερα η ευκαιρία να παρουσιάσω και το καινούργιο βιβλίο ενός παλαιού φίλου, του Δημήτρη Κυριακόπουλου, κοντοχωριανού μου από το Περδικονέρι Γορτυνίας, από κοινού βέβαια με τον συμπατριώτη μας φιλόλογο κ. Δημ. Αναγνωσταρά.

Αλλά συνάμα αισθάνομαι και μεγάλη τιμή, γιατί ο Δημήτρης Κυριακόπουλος, εκτός από διακεκριμένος μουσικολόγος, της ευρωπαϊκής και βυζαντινής μουσικής, και καλλίφωνος τραγουδιστής και ψάλτης των δημοτικών μας τραγουδιών και των εκκλησιαστικών μας ύμνων, είναι και πολύ αξιόλογος συγγραφέας και δεινός χειριστής της γραφίδας, δαψιλείς καρπούς της οποίας έχουμε γευθεί συχνά κατά το παρελθόν.

Πριν μιλήσω όμως ειδικότερα για το  καινούργιο βιβλίο του «Βίος… αβίωτος», που θα παρουσιαστεί στην αποψινή εκδήλωση, θα ήθελα δι' ολίγων ν' αναφερθώ γενικότερα στο συγγραφικό έργο του, που και πλούσιο είναι και σημαντικό, για να το γνωρίσουμε καλύτερα.

*

Ο Δημήτρης Κυριακόπουλος είναι θερμός φίλος της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης και αγιάτρευτος νοσταλγός του τόπου που τον γέννησε. Τις πνευματικές δυνάμεις με τις οποίες τον προίκισε ο Θεός, τις αφιέρωσε και τις αφιερώνει στην υπηρεσία αυτών των ιδεωδών και αξιών, που αποτελούν εκφράσεις και κατασταλάγματα της εθνικής ιδιοπροσωπίας μας, κατά την ελληνορθόδοξη διάστασή της. Αυτό γίνεται φανερό όχι μόνο από τους τομείς που θεώρησε άξιους να ασχοληθεί μαζί τους, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο ασχολήθηκε με τα διάφορα θέματά του και τα παρουσίασε στα μέχρι τώρα βιβλία του. Σε όλα τα έργα του είναι διάχυτη η μεγάλη αγάπη του προς την πατρίδα μας και τον λαϊκό μας πολιτισμό, αλλά και προς την ελληνορθόδοξη παράδοση, όπως αυτή διασώθηκε και παροχετεύτηκε μέσα στα δημοτικά μας τραγούδια και στην εκκλησιαστική μας μουσική.    

*

Έργο βαθειάς γνώσης και μεγάλης αγάπης προς τον λαϊκό μας πολιτισμό είναι το πρώτο βιβλίο του «170 Γορτυνιακά Δημοτικά Τραγούδια», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1992, στα πλαίσια της Επιστημονικής Βιβλιοθήκης της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών. Το βιβλίο αυτό δεν ήταν μια απλή συλλογή δημοτικών τραγουδιών, απ’ αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε κατά καιρούς από φιλότιμους ερασιτέχνες λαογράφους. Ήταν μια καθ' όλα άριστη και πλήρης μουσικολογική, ιστορική και λαογραφική έκδοση των τραγουδιών αυτών. Δεν ήσαν μόνον οι δύο βαρυσήμαντοι πρόλογοι στο εν λόγω βιβλίο, ο ένας αναλυτικότερος από τον αείμνηστο Τάσο Αθ. Γριτσόπουλο, κορυφαίο ιστορικό του καιρού μας, και ο άλλος, πιο εξειδικευμένος, από τον ίδιο τον συλλογέα- επιμελητή, που έδιναν ιδιαίτερη αξία στο βιβλίο αυτό. Ήταν κυρίως το γεγονός ότι όλα αυτά τα δημοτικά τραγούδια είχαν αποδοθεί στην ευρωπαϊκή και βυζαντινή σημειογραφία! Επίσης, ότι όλα είχαν πλούσια σχολιασθεί με κάθε είδους σημειώσεις, ενώ τα σχόλια είχαν τεκμηριωθεί με προσφυγή σε όλη την υπάρχουσα βιβλιογραφία.

 Ήταν ένα έργο μνημειώδες, αποτέλεσμα τεράστιου μόχθου, ένα έργο επιστημονικών προδιαγραφών, που καθιέρωσε τον κ. Κυριακόπουλο ως έναν από τους σοβαρότερους και υπευθυνότερους μελετητές και ερευνητές της λαϊκής μας παράδοσης. Ένα έργο, που αποτελεί εργασία- πρότυπο για κάθε παρόμοιο φιλόδοξο εγχείρημα. Γιατί δεν αρκεί να διασώζονται μόνο τα λόγια των δημοτικών τραγουδιών μας, αλλά πρέπει να καταγράφεται και το μέλος τους (η μουσική), και μάλιστα και στη βυζαντινή και στην ευρωπαϊκή παρασημαντική, δηλ. στο πεντάγραμμο. Εξάλλου, τα δημοτικά μας τραγούδια δεν πρέπει απλώς να συλλέγονται, αλλά και να τοποθετούνται στο ιστορικό τους πλαίσιο, ώστε να κατανοείται και να εκτιμάται από όλους και η αξία και η σημασία τους. 

Κατά τρόπο ανάλογο εργάστηκε ο κ. Κυριακόπουλος και στις τρεις μικρότερες παρόμοιες εργασίες του που έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά. Το 1995 και το 1997 δημοσίευσε στα «Πελοποννησιακά» δυο δέσμες από δεκάδες αρκαδικά μοιρολόγια, ενώ δύο ακόμη μεμονωμένα μοιρολόγια δημοσίευσε το 1999 στον τρίτο τόμο του επιστημονικού περιοδικού «Γορτυνιακά». Και οι τρεις αυτές εργασίες αποτελούν άριστες και άρτιες μουσικοφιλολογικές μελέτες, για ένα παραμελημένο είδος της δημοτικής μας μουσικής, όπως είναι τα μοιρολόγια, που και αυτά περιλαμβάνουν μουσικά και ποιητικά αριστουργήματα, έστω κι αν έχουν υποτιμηθεί, ασφαλώς λόγω του γεγονότος ότι συνδέονται με δυσάρεστες στιγμές του προσωπικού και συλλογικού βίου μας.

Λόγω επαγγέλματος, αλλά και λόγω πνευματικού ενδιαφέροντος, ο κ. Κυριακόπουλος δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με την βυζαντινή και δημοτική μουσική. Όχι μόνο με αυτήν καθ’ εαυτήν τη μουσική, αλλά και με τους σκαπανείς, υπηρέτες και συνεχιστές της πλούσιας ελληνικής μουσικής παράδοσης. Έτσι πριν λίγους μήνες, έδωσε στη δημοσιότητα ένα ακόμα έργο μουσικοφιλολογικού ενδιαφέροντος. Ένα έργο που αναφέρεται στην «μελίρρυτο ξυνωρίδα», όπως την λέει, το γλυκόλαλο, μελιστάλαχτο ζευγάρι δηλαδή, δύο περίφημων Αρκάδων μουσικών, τραγουδιστών και ιεροψαλτών, του πατρός και υιού Ιωάννη και Δημητρίου Παναγιωτόπουλων ή Κούρων από την Τρίπολη (με απώτερη καταγωγή από το Μεθύδριο Γορτυνίας), που άφησαν εποχή με τις μουσικές γνώσεις τους και με το σπάνιο τάλαντο της φωνής τους σε όλη την Ελλάδα. Με το βιβλίο αυτό ο συγγραφέας αποτίνει φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης προς τους δύο αυτούς μουσικούς δασκάλους του και παρουσιάζει σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή παρασημαντική διάφορα έργα τους, εκκλησιαστικά και κοσμικά, που είχαν παραμείνει ανέκδοτα.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί με την ευκαιρία αυτή, ότι ο πατήρ Ιωάννης Παναγιωτόπουλος ή Κούρος είχε επινοήσει ένα απλούστερο δικό του σύστημα βυζαντινής παρασημαντικής, το οποίο είχε ονομάσει «αρκαδικό» και το οποίο θα μπορούσε, αν επικρατούσε, να αντικαταστήσει το από το 1814 και μέχρι σήμερα ισχύον σύστημα βυζαντινής σημειογραφίας, κάτι που δεν έγινε τελικά, αφού το σύστημα αυτό δεν υιοθετήθηκε από την επίσημη Εκκλησία.

Το βιβλίο «Μελίρρυτος ξυνωρίς» εκτός της ουσιαστικής αξίας του, είναι επίσης δείγμα της φιλόφρονος διαθέσεως και του αγαθού και ταπεινού χαρακτήρα του συγγραφέως του, που μαζί με άλλα γνωρίσματά του, κάνουν τον Δημήτρη πολύ αγαπητό σε όλους, και ως άνθρωπο.           

*

Αλλά εκεί που έβαλε ο κ. Κυριακόπουλος όλη τη μαστοριά και την ψυχή του, ήταν στην ιστορία του χωριού του, που την συνέγραψε σε δύο τόμους, 900 συνολικά σελίδων, το 2000 και το 2008. Στο μνημειώδες αυτό έργο, ο Δημήτρης παρουσίασε με την γνώση ενός ακάματου ερευνητή και την τέχνη ενός δόκιμου συγγραφέα όλο το υπάρχον ιστορικό και λαογραφικό υλικό για το χωριό του, που με την υπομονή μέλισσας κατόρθωσε να συγκεντρώσει από διάφορες πηγές και με επιτόπια αναζήτηση. Δεν υπάρχει στοιχείο της ιστορίας και της λαογραφίας του Περδικονερίου και των συνοικισμών του (Γαλατά, Μπουλιάρη και Συριαμάκου), που να μην αποθησαυρίστηκε σε αυτό το δίτομο έργο. Το έργο που ανέδειξε τον συγγραφέα του ως ένα από τους καλύτερους πατριδογράφους του καιρού μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατόπιν προτάσεως του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας η Σύγκλητος της Ακαδημίας Αθηνών ετίμησε τον Δημήτρη δύο φορές. Για την έκδοση του πρώτου τόμου του έργου του το 2000 του απένειμε Α΄ έπαινο και χρηματικό βραβείο 400.000 δραχμών, ενώ έπαινο του απένειμε και για τον δεύτερο συμπληρωματικό τόμο του έργου του το 2007. Και η επίσημη αυτή επιβράβευση της τοπικής ιστορίας του Περδικονερίου από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας μας, και η θαυμάσια υποδοχή της οποίας έτυχε από τους ανθρώπους των Γραμμάτων και της Επιστήμης, αποτελούν βεβαίως και καταξίωση για τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά και τίτλο τιμής για το μικρό γορτυνιακό χωριό, το όμορφο Περδικονέρι, την ιδιαίτερη πατρίδα του, που αυτός τόσο αγαπά και αυτή τόσο σεμνύνεται γι’ αυτόν.

*

Το όμορφο Περδικονέρι, η πάλαι ποτέ λεγόμενη Κατσουλιά, αποτελεί το επίκεντρο και το σημείο αναφοράς και του καινούργιου βιβλίου του κ. Κυριακόπουλου, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Βίος… αβίωτος» και που θα παρουσιάσουμε αναλυτικότερα εδώ σήμερα.

Το βιβλίο αυτό δεν έχει καμμία σχέση με τα προηγουμένως αναφερθέντα έργα του. Γιατί ενώ εκείνα ανήκαν καθαρά στο χώρο της επιστημονικής μελέτης, και ειδικότερα της μουσικολογίας, της ιστορίας και της λαογραφίας, το έργο αυτό είναι δύσκολο να ταξινομηθεί ειδολογικά. Δεν είναι επιστημονικό, αλλά δεν είναι και εν στενή εννοία λογοτεχνικό. Ανήκει μάλλον στον χώρο μιας εντελώς σύγχρονης λογοτεχνικής τάσης, που ξεφεύγει από τα παραδοσιακώς δοσμένα γραμματολογικά είδη, και κυρίως το μυθιστόρημα, και γειτνιάζει περισσότερο με το είδος του απομνημονεύματος και της αυτοβιογραφίας. Θα μπορούσε να ειπεί κανείς ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο της λογοτεχνίας και της μικρο-ιστορίας, εγγύτερα στο είδος του χρονικού και της προσωπικής μαρτυρίας.

Το βιβλίο αυτό δεν είναι, όπως είπαμε, μυθιστόρημα. Τα πρόσωπα και τα πράγματα στο βιβλίο αυτό είναι πραγματικά και υπαρκτά. Χώρος για την φαντασία δεν υπάρχει, δυνατότητα μυθοπλασίας δεν υφίσταται. Στο βιβλίο καταγράφεται μια ορισμένη πραγματικότητα, η οποία αναπαρίσταται σχεδόν φωτογραφικά και ρεαλιστικά, χωρίς να αναπλάθεται δημιουργικά «με καιρό και με κόπο» από την πένα του συγγραφέα.  Μπορεί πολλές φορές η πραγματικότητα να ξεπερνά και την πιο ξέφρενη φαντασία, και η δραματικότητα να αγγίζει στιγμές τραγικού μεγαλείου, αλλά στο βιβλίο απεικονίζεται η πραγματική ζωή, με τις ανατάσεις και τις πτώσεις της, τις χαρές και τις λύπες της, τη χαμοζωή της καθημερινότητας, αλλά και την ηρωική υπέρβαση των ανθρωπίνων ορίων. Οι περιπέτειες του ήρωα μοιάζουν μυθιστορηματικές, γεμάτες ζωντάνια και παραστατικότητα, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινές και όχι αποκυήματα λογοτεχνικής φαντασίας.

Το βιβλίο «Βίος…αβίωτος» του κ. Κυριακόπουλου, είναι το χρονικό ενός απλού Περδικονερίτη, είναι ο βίος και η πολιτεία ενός φτωχού χειρώνακτα ανθρώπου, που μια ζωή αντιπαλεύει τη μοίρα του. Ενός ανθρώπου που αγωνίζεται από την βρεφική ηλικία του για να επιβιώσει μέσα σε έναν άδικο και σκληρό κόσμο. Όχι μόνο να επιβιώσει απλά, αλλά και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής και αυτού του ιδίου, και των δικών του, και των συνανθρώπων του. Να γίνει χρήσιμος και ωφέλιμος άνθρωπος και πολίτης, για τον εαυτό του, για την κοινωνία του χωριού του, για την ευρύτερη πατρίδα του. Με τις δικές του δυνάμεις όμως, με τον ιδρώτα και το αίμα του, χωρίς ξένα αναστυλώματα και χωρίς παρεκκλίσεις από τα ηθικά και τα νόμιμα, όσο αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατό.

Αλλά το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο το χρονικό ενός ανθρώπου. Είναι, ευρύτερα, η εποποιία ενός ολόκληρου λαού, του ελληνικού λαού. Ιδίως των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου, που έζησαν ολόκληρες δεκαετίες κάτω από ανείπωτες συνθήκες φτώχειας και στερήσεων, με πολέμους, κατοχές, εμφυλίους και χίλια άλλα δεινά.

Εννοείται, ότι σε μια ορεινή και άγονη περιοχή, όπως η δική μας Γορτυνία, τα πράγματα γίνονταν ακόμα δυσκολότερα. Εκεί, όλοι αγωνίζονταν ολημερίς στο σπίτι, στα μικροχώραφα και στις βουνοκορφές, ως αγρότες και κτηνοτρόφοι, ή σε άλλες μικροδουλειές και διάφορα επαγγέλματα, για να βγάλουν τον επιούσιο και να θρέψουν ή να βοηθήσουν τη φαμελιά τους, χωρίς ωράριο, χωρίς όριο, χωρίς καμιά μελλοντική εξασφάλιση, χωρίς χρηματική αμοιβή, σε μια εν πολλοίς ανταλλακτική οικονομία, όπου οι συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων γίνονταν «είδος με είδος». Και κυρίως, χωρίς καμιά διάκριση φύλου και ηλικίας.

Τα παιδιά ανδρώνονταν πρόωρα και ανελάμβαναν δυσανάλογες με την ηλικία τους ευθύνες. Οι γυναίκες συν-αγωνίζονταν με τους άντρες τους σε όλες τις εξωτερικές εργασίες, και είχαν αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των πολλών παιδιών τους σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα. Θα λέγαμε, ότι μπορεί το βιβλίο «Βίος… αβίωτος» να αφορά έναν άνδρα, αλλά δεν παύει να αποτελεί έναν ύμνο στο παιδί και στην γυναίκα, ιδιαίτερα βέβαια στην ελληνίδα μάνα. Και αυτό προκύπτει από όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του βιβλίου, και όχι από το περιστασιακό γεγονός ότι ο αφηγητής ορφάνεψε από πατέρα σε παιδική ηλικία και έμεινε υπό την προστατευτική ασπίδα της δυναμικής και άξιας μάνας του, της «καπετάν Φωτεινής», όπως χαρακτηριστικά την ονομάζει… Όμως, και οι άλλες γυναίκες που είχαν άντρες, και τα παιδιά που είχαν πατεράδες, αυτά τα ίδια, και ίσως χειρότερα, υπέφεραν στην καθημερινή τους σκληρή βιοπάλη. Ο αγώνας όλων ήταν αγώνας επιβίωσης! Και όχι μόνο επιβίωσης, αλλά και προκοπής!

Είναι προφανές ότι το βιβλίο στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Είναι διατυπωμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, δηλαδή έχει προσωπικό, εξομολογητικό χαρακτήρα. Ο ήρωας του βιβλίου αφηγείται τη ζωή του και τις περιπέτειες του, από την παιδική του ηλικία μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Μια μακρά πορεία αγώνα, μια διαδρομή μαραθώνιων προσπαθειών που έκανε, για ν’ αλλάξει τη ζωή του και να την κάνει καλύτερη. Όταν τελειώσει κανείς το διάβασμα του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να κλίνει το γόνυ με ευλάβεια στον άγνωστο αγωνιστή της ζωής, στον άγνωστο στρατιώτη του ανθρώπινου μόχθου, στον πρωταγωνιστή και αφηγητή του βιβλίου «Βίος…αβίωτος» μπάρμπα Παναγιώτη, 95 ετών σήμερα…

Όπως προκύπτει από τον Πρόλογο του βιβλίου, αυτός έδωσε την πρωτογενή ύλη στον συγγραφέα, και αυτός τη διαμόρφωσε και την επεξεργάστηκε μόνο γλωσσικά, χωρίς να προσθέσει στα πραγματικά περιστατικά του βιβλίου ούτε «ιώτα εν».

Αξίζει να αναφερθεί ότι στην αφήγηση του μπάρμπα Παναγιώτη «εγκιβωτίζονται» (ενσωματώνονται, περικλείονται) δύο ακόμα αφηγήσεις. Του μπάρμπα Αγγελή, που αφηγείται το χρονικό της ομηρείας του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη ναζιστική Γερμανία, και του μπάρμπα Γιάννη, που αφηγείται την συμμετοχή του στις μάχες του εμφυλίου στο Βίτσι, τη σύλληψή του ως αιχμαλώτου από τον Δημοκρατικό στρατό, την μεταγωγή του στην Αλβανία και την πολύχρονη και περιπετειώδη παραμονή του εκεί επί μια ολόκληρη επταετία.

Και οι τρεις τους είναι υπαρκτά πρόσωπα, με όνομα και επώνυμο, φίλοι και συναγωνιστές στη ζωή, ο καθένας από διαφορετικό μετερίζι. Και οι τρεις έχουν τραβήξει «του λιναριού τα πάθη», κατά το κοινώς λεγόμενο. Και οι τρεις αντιμετώπισαν τη ζωή καταπρόσωπο, χωρίς να χάσουν ούτε το θάρρος, ούτε το γορτυνιακό χιούμορ τους ή τη σπιρτάδα του μυαλού τους. Και οι τρεις βγήκαν τελικά νικητές και τροπαιούχοι από τα πεδία και των πολεμικών και των ειρηνικών μαχών… Και οι τρεις έχουν την ίδια μνημονική δύναμη και την ίδια αφηγηματική ευχέρεια και ευκολία! Δεν χρειάζεται να τονισθεί ότι και όλα τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο βιβλίο είναι επίσης πραγματικά και υπαρκτά.     

Η τριλογία αυτή των περιπετειών, όπου κάθε αφήγηση συμπληρώνει και επεκτείνει τις δύο άλλες, κάνουν το βιβλίο «Βίος… αβίωτος» ένα πραγματικά συγκλονιστικό και συναρπαστικό αφήγημα. Οι εντόπιες περιπέτειες του κύριου αφηγητή, καθώς και αυτές στην αλλοδαπή των δύο άλλων (στη Γερμανία και Αλβανία), αφήνουν τον αναγνώστη κυριολεκτικά άναυδο. Εντυπωσιάζεται κανείς τόσο από τις κακοτυχίες που χτύπησαν αυτούς τους ανθρώπους, όσο και από το σθένος και την καρτερία με την οποία αυτοί οι ήρωες της ζωής αντιμετώπισαν τις κακοτυχίες. Και οι τρεις δίνουν ένα μάθημα υπομονής και εγκαρτέρησης, ένα μήνυμα διαρκούς αγώνα του ανθρώπου για την υπερνίκηση όλων των εμποδίων και δυσκολιών της ζωής. Ασυναίσθητα και οι τρεις τους γίνονται αντικείμενο θαυμασμού και εκτίμησης, ανάγονται σε πρότυπα βίου και αγωνιστικότητας. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, με τις πολλές και ποικίλες, άλλης υφής, δυσκολίες, το βιβλίο του κ. Κυριακόπουλου μας τονώνει ηθικά και μας ενθαρρύνει ατομικά και συλλογικά για να τις υπομείνουμε και να τις υπερβούμε. Με θάρρος, εγκαρτέρηση και χιούμορ, όπως έκαναν και οι τρεις ήρωες του βιβλίου, που δεν είναι καθόλου ουρανοκατέβατοι, αλλά απλοί δικοί μας άνθρωποι, παππούδες, πατεράδες, φίλοι, συγχωριανοί μας!

Στο βιβλίο «Βίος…αβίωτος» αναδύεται ανάγλυφα η ζωή της ελληνικής υπαίθρου κατά τις τελευταίες επτά ή οκτώ δεκαετίες, όπως αυτή προσλαμβάνεται από τον κύριο αφηγητή του βιβλίου. Την ευρύτερη ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα ο ήρωας του βιβλίου την φιλτράρει μέσα από τη δική του οπτική γωνία και μόνον όσο ενδιαφέρει τον μικρόκοσμο του δικού του ατομικού ή οικογενειακού σύμπαντος. Όμως, μέσα στις γεμάτες προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις αφηγήσεις του, δίνει ψήγματα της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας, ιδίως για την περίοδο του πολέμου, της εθνικής αντίστασης, του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού κράτους. Υπό το πρίσμα του δικού του αξιακού κώδικα, ο κύριος αφηγητής ασκεί κριτική προς όλους, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, και κυρίως με την κτηθείσα πείρα των 95 χρόνων του!

Νομίζω ότι ο ιστορικός και ο κοινωνιολόγος μπορούν να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν αυτά τα ψήγματα του βιβλίου και να προβούν σε ενδιαφέρουσες αναλύσεις και παρατηρήσεις για τα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα εκείνης της εποχής, όχι μόνο για την ελληνική επαρχία, αλλά και για την Αθήνα, όπου ήρθε ως νέος για ένα διάστημα, εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, και τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα σε παράνομα χτισμένο δικό του σπίτι!

Δεν χρειάζεται να ειπωθεί, ότι λόγω της φύσης του, το βιβλίο αποτελεί ένα πλούσιο μεταλλείο λαογραφικής ύλης. Πολλά στοιχεία διασώζονται και παρουσιάζονται, σχετικά με τα επαγγέλματα και τις συνήθειες του οικιακού, αγροτικού και ποιμενικού βίου, με τα ήθη, τα έθιμα, τις γιορτές, τα πανηγύρια, την ιεροτελεστία των «χοιροσφαγίων», και πολλές άλλες εκδηλώσεις της προσωπικής και συλλογικής ζωής της επαρχίας Γορτυνίας. Γιατί η ζωή του αφηγητή ήταν πάντα μέρος του γενικότερου κοινωνικού περίγυρου και οι περιπέτειες του βίου του συνδέονταν άρρηκτα με τις μορφές και τις εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού που επικρατούσαν σε κάθε τόπο διαμονής και εργασίας του.

Σημειώνω ιδιαίτερα τη συμμετοχή του σε μαστορικό μπουλούκι Λαγκαδινών χτιστών σε παιδική ηλικία, όπου σε πολλές σελίδες του βιβλίου κάνει ενδιαφέρουσες νύξεις για την επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση των μικρών μαστορόπουλων μέσα στην εθιμικά διαμορφωμένη μαστορική ιεραρχία. Όπως και τις υπέροχες σελίδες που αφορούν τις εργασιακές συνθήκες κατά τη συμμετοχή του στα έργα κατασκευής του φράγματος στον Λάδωνα ποταμό, στην κατασκευή των δασικών δρόμων στην περιοχή του Μαινάλου, και αλλού.

Πάνω όμως και πέρα από ανεξάντλητο μεταλλείο λαογραφικού υλικού, το βιβλίο του κ. Κυριακόπουλου, αποτελεί αποθησαύρισμα γλωσσικής ύλης και κιβωτό της γορτυνιακής γλώσσας, δηλ. της ελληνικής γλώσσας, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί στο γορτυνιακό ιδίωμα. Η γλώσσα στην οποία έχει γραφτεί το βιβλίο είναι απολαυστική. Είναι η γνήσια και αυθεντική προφορική δημοτική γλώσσα της Γορτυνίας, η γλώσσα που μιλιόταν κάποτε εκεί, αλλά δυστυχώς σήμερα έχει υποχωρήσει εντελώς, προς όφελος της «κοινής δημοτικής» του ραδιοφώνου και της τηλοψίας. Το βιβλίο «Βίος …αβίωτος» διασώζει κατά τρόπο αυθεντικό την γορτυνιακή ντοπιολαλιά ενός περασμένου καιρού...

Πάντως, οι άγνωστες ή ιδιωματικές λέξεις του βιβλίου εξηγούνται από τον συγγραφέα σε υποσελίδιες σημειώσεις, ώστε τίποτε να μην μείνει ακατάληπτο από κανέναν, ασχέτως γεωγραφικής καταγωγής του. Το βιβλίο δεν προορίζεται μόνο για Γορτυνίους. Όλοι οι Έλληνες μπορούν να το απολαύσουν.

Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να σεβαστεί την τελευταία βούληση του αφηγητή και την ακροτελεύτια παραγγελία του, όπως αυτή διατυπώνεται στο βιβλίο:

«Και πούεισαι; Εφτούνα που είπαμε, να ντα γράψεις όπως ακριβώς τ' άκουσες. Στην γλώσσα μας την όμορφη. Όχι ανοστίλες του ράδιου και Αθηναίικα…».

*

Συγχαίρω και ευχαριστώ τον φίλο Δημήτρη για το ωραίο βιβλίο που μας χάρισε. Γιατί είναι ένα βιβλίο βιωματικό, γεμάτο ουσία ζωής, που δεν έχει καμμία σχέση με τα ογκώδη εγκεφαλικά κατασκευάσματα των λογοτεχνικών εργαστηρίων που μας κατακλύζουν καθημερινά. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους, ιδιαίτερα από τη νεολαία μας, για να αντλεί θάρρος και καρτερία στον αγώνα της για επιβίωση και προκοπή…                  

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

(Δημαρχείο Καλλιθέας, Κυριακή 10 Απριλίου 2016)

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου